- κρώζω
- έκρωξα (για κοράκι, κουρούνα κτλ.), κράζω, βγάζω κραυγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρώζω — croak pres subj act 1st sg κρώζω croak pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζω — κρώζω, έκρωξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) … Dictionary of Greek
κρώζῃ — κρώζω croak pres subj mp 2nd sg κρώζω croak pres ind mp 2nd sg κρώζω croak pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζει — κρώζω croak pres ind mp 2nd sg κρώζω croak pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζοντα — κρώζω croak pres part act neut nom/voc/acc pl κρώζω croak pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζουσιν — κρώζω croak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρώζω croak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρωζον — κρώζω croak imperf ind act 3rd pl κρώζω croak imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωζούσης — κρώζω croak pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζειν — κρώζω croak pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)